- καταλογεύς
- καταλογεύςofficer who enrolsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλογεῖς — καταλογεύς officer who enrols masc acc pl καταλογεύς officer who enrols masc nom/voc pl (parad form) κατηλογέω make of small account pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλογῆς — καταλογεύς officer who enrols masc nom pl καταλογεύς officer who enrols masc nom/voc pl καταλογή enrolment fem gen sg (attic epic ionic) κατηλογέω make of small account pres ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
καταλογέας — ο (Α καταλογεύς) [κατάλογος] νεοελλ. αυτός που καταγράφει σε κατάλογο, καταγραφέας, ο ταξινόμος αρχ. ο υπεύθυνος για την καταγραφή τών ονομάτων τών πολιτών σε κατάλογο για τη στρατιωτική τους θητεία ή άλλη δημόσια υπηρεσία … Dictionary of Greek
καταλογείον — καταλογεῑον, τὸ (Α) [καταλογεύς] γραφείο στο οποίο ο καταλογέας ενεργεί την καταλογή* … Dictionary of Greek
καταλογῇ — καταλογῆι , καταλογεύς officer who enrols masc dat sg (epic ionic) καταλογή enrolment fem dat sg (attic epic ionic) κατηλογέω make of small account pres subj mp 2nd sg κατηλογέω make of small account pres ind mp 2nd sg κατηλογέω make of small… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)